προφυλακτικός — prophylactic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
προφυλακτικά — προφυλακτικός prophylactic neut nom/voc/acc pl προφυλακτικά̱ , προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc/acc dual προφυλακτικά̱ , προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικῶν — προφυλακτικός prophylactic fem gen pl προφυλακτικός prophylactic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικόν — προφυλακτικός prophylactic masc acc sg προφυλακτικός prophylactic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικαῖς — προφυλακτικός prophylactic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικαί — προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικοῖς — προφυλακτικός prophylactic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικοί — προφυλακτικός prophylactic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικοῦ — προφυλακτικός prophylactic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακτικῆς — προφυλακτικός prophylactic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)